- ανοιγοκλείσιμο
- τοτο διαδοχικό άνοιγμα και κλείσιμο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Στέλβαγκ — Ν φρ. «σημείο Στέλβαγκ» ιατρ. αραιό ανοιγοκλείσιμο τών βλεφάρων που είναι ένα από τα κλασικά σημεία τής νόσου τού Μπάζεντοβ … Dictionary of Greek
ανοιγοσφάλημα — κ. σφάλισμα το το ανοιγοκλείσιμο («σ’ έναν ανοιγοσφάλισμα των ομματίων αποσώνω και δίχως λύπηση καμμιά πάσ’ άνθρωπο σκοτώνω» Γ. Χορτάτζη, Ερωφίλη) … Dictionary of Greek
ανοιγόκλεισμα — ( ατος), το 1. το ανοιγοκλείσιμο* 2. η απότομη μεταβολή του καιρού [«αυτά τα’ ανοιγοκλείσματα / φέρν’νε και ξεστανίσματα» παροιμ. αυτές οι αλλαγές του καιρού καταστρέφουν τελείως τα κοπάδια] … Dictionary of Greek
σκαρδαμυγμός — ο, ΝΑ [σκαρδαμύσσω] έντονο και συχνό ανοιγοκλείσιμο τών βλεφάρων λόγω ερεθισμού τού ματιού ή υπό μορφή τικ στα παιδιά … Dictionary of Greek
φερμουάρ — το άκλ. (λ. γαλλ.), ειδικός μηχανισμός με δοντάκια που εφαρμόζουν το ένα στο άλλο και ο οποίος είναι ραμμένος κατά μήκος σε δύο κομμάτια ρούχου, βαλίτσας, τσάντας κτλ. για το ανοιγοκλείσιμό τους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)